Ομιλία του Αναπληρωτή Τομεάρχη Εθνικής Άμυνας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Προοδευτική Συμμαχία Γιώργου Τσίπρα, εισηγητή στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εξωτερικών:

«Κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σχετικά με την κοινή συνεργασία στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα και των ρηματικών διακοινώσεων σχετικά με το ελληνικό πρωτότυπο κείμενο της Συμφωνίας».

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε σήμερα μία Συμφωνία Συνεργασίας στην Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα ανάμεσα στην Ελλάδα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Όχι μόνο η συζήτηση σκιάζεται από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, αλλά την ίδια τη Συμφωνία πρέπει να τη δούμε στο φως των συνεπειών που θα έχει στην ευρύτερη περιοχή μας ο πόλεμος αυτός, η εισβολή, από τα Βαλκάνια και το Αιγαίο μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και βέβαια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Είναι αδήριτη ανάγκη η Δύση να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για τον τερματισμό του πολέμου και της αιματοχυσίας. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν; Η απάντηση είναι: Όχι. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ενίσχυση της μιας πλευράς, του αμυνόμενου. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να κοστίσει η εισβολή και η κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου στη Ρωσία. Κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την πλήρη ρήξη των σχέσεων Δύσης -και ειδικά της Ευρώπης- με τη Ρωσία. Αλλά δεν κάνει ό,τι είναι δυνατόν για τον τερματισμό του πολέμου και της εισβολής.

Γιατί το ΝΑΤΟ δεν δεσμεύεται ότι δεν θα δεχτεί στους κόλπους του άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης; Γιατί το ΝΑΤΟ δεν δεσμεύεται ότι δεν θα ενταχθεί στους κόλπους της Ουκρανίας; Κάτι που έτσι κι αλλιώς θα έχει πια μηδαμινές πιθανότητες να συμβεί.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι μια χώρα με φωνή, πρέπει να είναι μια χώρα με τη δική της φωνή και να ακούγεται όσο πιο δυνατά. Η Δύση και Δυτική Ευρώπη ειδικότερα φαίνεται να μην πήρε μαθήματα από τις συνέπειες της πολιτικής της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και από το ότι αυτή η πολιτική δεν δημιουργεί περισσότερη ασφάλεια, αλλά περισσότερη ανασφάλεια, περισσότερους όρους αποσταθεροποίησης και είναι μια πολιτική που μας φέρνει πιο κοντά στον πόλεμο.

Τις συνέπειες αυτής της πολιτικής πληρώνουν, εκτός από τον ουκρανικό λαό σήμερα, η ίδια η Ευρώπη, η οικονομία της, οι λαοί και οι εργαζόμενοι της. Και ακόμα δεν έχουμε δει τις συνέπειες σε όλο τους το εύρος. Ποιος κόσμος ξημερώνει αύριο, αγαπητοί συνάδελφοι; Θέλουμε έναν κόσμο όπου όλο και περισσότερο θα σχηματίζονται γεωπολιτικά μπλοκ; γεωπολιτικοί συνασπισμοί όλο και πιο εχθρικοί μεταξύ τους, χωρίς επικοινωνία, χωρίς οικονομική συνεργασία, χωρίς διεθνείς συμφωνίες και διεθνές δίκαιο;

Εάν είναι η Ρωσία που παραβιάζει βάναυσα το διεθνές δίκαιο, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένας κόσμος σε διαρκή σύγκρουση. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η αντικατάσταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που κυριαρχούσε μέχρι χθες με μια πολεμική αποπαγκοσμιοποίηση.

Έστω και τώρα η Δύση εκτός από τη Ρωσία, τον Πούτιν, τις κυρώσεις, τη διάρρηξη των σχέσεων Δύσης-Ρωσίας, πρέπει να ασχοληθεί πρώτα απ’ όλα με τον ίδιο τον τερματισμό του πολέμου. Το θέλει;

Η Ελληνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη από την πρώτη στιγμή επέλεξε τον πιο επικίνδυνο δρόμο, όχι τον δρόμο της ειρήνης, αλλά το, δρόμο της εμπλοκής, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Πήρε στα γρήγορα μία απόφαση επιπόλαιη με μοναδικό κριτήριο ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι ένας δεδομένος, προβλέψιμος σύμμαχος σε ό,τι της ζητηθεί, όπως έλεγε ο Πρωθυπουργός στη συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο το 2019, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα γίνεται μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο δεν ενισχύουμε τη διεθνή θέση της χώρας, αλλά την αδυνατίζουμε. Το βλέπουμε αυτό όλο καθαρό γύρω μας από τον ρόλο που αναλαμβάνουν στη γειτονιά μας άλλες χώρες, όχι μόνο γιατί έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος, αλλά και γιατί κάνουν άλλες επιλογές με γνώμονα το εθνικό τους συμφέρον.

Η εξαιρετικά σοβαρή απόφαση να αποσταλεί οπλισμός στην Ουκρανία, αυτή η επιπόλαιη απόφαση, ελήφθη χωρίς καν τη συμμετοχή του Υπουργείου Εξωτερικών, χωρίς κάποια απόφαση του ΚΥΣΕΑ. Σε μια περίοδο που εκ των πραγμάτων η διπλωματία και οι Υπουργοί Εξωτερικών έχουν τον πρώτο λόγο λόγω των εξελίξεων, η ελληνική διπλωματία είναι εκκωφαντικά απούσα.

Και εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα. Έσπευσε η Ελλάδα να στείλει οπλισμό στην Ουκρανία, από τις πρώτες χώρες, αλλά δεν ένιωσε την ανάγκη να σπεύσει να αναλάβει πρωτοβουλία για την απομάκρυνση των Ελλήνων ομογενών της Μαριούπολης και όχι μόνο. Όχι μόνο δεν εξάντλησε τα περιθώρια για κάτι τέτοιο, αλλά δεν έπραξε τα βασικά. Οι Έλληνες ομογενείς πρακτικά αφέθηκαν στην τύχη τους από τη χώρα μας.

Τα πάντα στην περιοχή μας θα αλλάξουν. Οι ισχυροί παίκτες στην περιοχή αλλάζουν πολιτικές και προτεραιότητες. Οι χώρες όλης της περιοχής μηδεμιάς εξαιρουμένης, αντισταθμίζουν τις σχέσεις και τις δικές τους προτεραιότητες. Η Ελλάδα πολύ πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε και έχει την ανάγκη χάραξης μιας νέας εθνικής στρατηγικής.

Η χώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια σοβαρότητα στην εξωτερική πολιτική. Χρειάζεται σχεδιασμό, χρειάζεται μια πολυδιάστατη, ενεργητική, διεκδικητική εξωτερική πολιτική και χρειάζεται περισσότερη διαβούλευση. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε να τρώει από τα έτοιμα, από τις συνεργασίες που χτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Μια τέτοια συνεργασία αφορά και τη συμφωνία που συζητάμε σήμερα με τα Εμιράτα.

Αντί για πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, επέλεξε εν μία νυκτί να αλλάξει το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής που ίσχυε ακόμα από την περίοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πριν τον Ανδρέα Παπανδρέου, με την αποστολή στρατιωτικής μονάδας στη Σαουδική Αραβία. Αποφάσισε να εμπλακεί σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς άλλων στο Σαχέλ της Αφρικής, κοντά στις ακτές του Ατλαντικού, έξω από το πλαίσιο διεθνών οργανισμών.

Αντί, λοιπόν, γι’ αυτό που έλεγα προηγουμένως επέλεξε, όπως δεν το έχει κάνει καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, ούτε οι δεξιές κυβερνήσεις μέχρι τώρα, να συνάψει μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για περισσότερες στρατιωτικές βάσεις, χωρίς χρονική διάρκεια, χωρίς κανένα αντάλλαγμα για την ελληνική πλευρά, συμφωνία που εξυπηρετεί απόλυτα την αμερικανική πλευρά χωρίς να εξυπηρετεί στο ελάχιστο την ελληνική πλευρά. Αποκορύφωμα αυτής της επιπόλαιης, επικίνδυνης πολιτικής είναι και η αποστολή όπλων στην Ουκρανία.

Για την Κυβέρνηση είναι προφανές ότι έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος η επικοινωνία από την ουσία. Όταν επέκτεινε τα χωρικά μας ύδατα στο Ιόνιο, δήλωσε ότι η Νέα Δημοκρατία, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη μεγαλώνει την Ελλάδα. Ξέχασε ότι μόλις πριν έναν χρόνο, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ανακοινώσει την πρόθεσή της ακριβώς γι’ αυτό το πράγμα, είχε δεχτεί σφοδρότατη επίθεση από τη Νέα Δημοκρατία ότι πρόκειται για εγκληματική κίνηση, για αποδοχή της ρητορικής και του αφηγήματος της Τουρκίας.

Εδώ και δυόμισι χρόνια η Κυβέρνηση και όλα της τα στελέχη φλυαρούν για τη δήθεν απομόνωση της Τουρκίας. Η Τουρκία καθόλου δεν απομονώθηκε, παρ’ όλα τα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις της κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και βέβαια σήμερα πια, μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτό είναι ολοφάνερο. Ακόμη και την υποδοχή ενός μέρους του αμυντικού εξοπλισμού των τελευταίων χρόνων, την υποδοχή των Rafale, τη μετέτρεψε σε μια κομματική εκδήλωση. Και σήμερα, σε συνέχεια όλων αυτών, ενώ είναι ολοφάνερο ότι η αντιπαράθεση της Δύσης με τον ρώσικο αναθεωρητισμό στην περιοχή μετά την εισβολή στην Ουκρανία καθόλου δεν σημαίνει αυτόματα ότι αυτό χτίζει και όρους υπέρ μας απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, επιμένει να ισχυρίζεται ότι συμβαίνει σήμερα κάτι τέτοιο.

Η χώρα πρέπει να διαβουλευτεί, να σταθμίσει, να σχεδιάσει εκ νέου τις σχέσεις, τις συμμαχίες, τις συνεργασίες στην περιοχή και διεθνώς. Ο κόσμος αλλάζει, η Ευρώπη αλλάζει και δυστυχώς αλλάζουν προς το χειρότερο. Η Ελλάδα είτε θα ακολουθήσει απερίσκεπτα κάθε θέλημα ισχυρών παικτών της περιοχής, καταδικάζοντας τον εαυτό της στην υποβάθμιση των διεθνών της σχέσεων και της θέσης της, είτε θα ακολουθήσει δρόμους επικίνδυνους, υπηρετώντας τα συμφέροντα τρίτων, είτε έστω και σήμερα θα οικοδομήσει με βάση αρχές και με βάση τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της χώρας μια εθνική στρατηγική που θα τα υπηρετεί.

Θα υπερψηφίσουμε τη συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

syriza.gr