Ελληνοτουρκικά: Στην ανάγκη χάραξης νέας εθνικής στρατηγικής αναφέρεται ο αναπληρωτής τομεάρχης άμυνας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Τίπρας

Γράφει ο Γιώργος Τσίπρας

Το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ισχύος της αμυνόμενης Ουκρανίας δεν είναι η ελλειμματική στρατιωτική της ισχύς αλλά η διεθνής στήριξη από τη Δύση. Και μάλιστα όχι τόσο η στρατιωτική και οικονομική όσο η συντριπτική πολιτική στήριξη.

Ακόμη και μια παγκόσμια δύναμη όπως η Ρωσία, με την ισχυρότατη στρατιωτική μηχανή που διαθέτει, δεν θα προχωρούσε στην εισβολή χωρίς τις διεθνείς σχέσεις που απολαμβάνει στο μη δυτικό κόσμο.

Τα παραδείγματα από το σύγχρονο κόσμο δεν έχουν τελειωμό. Από τη σημερινή Τουρκία του Ερντογάν μέχρι την επιβίωση του νεόδμητου Ισραήλ στο μέσο του αραβικού κόσμου, και από την επικράτηση της τουρκικής εισβολής στη βόρεια Κύπρο το 1974 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η συνολική θέση μιας χώρας σε ένα σύστημα διεθνών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών ισορροπιών, καθορίζει τους όρους ασφάλειας και τη δυνατότητα υπεράσπισης της εθνικής της κυριαρχίας.

Η αποτρεπτική της ισχύς (κι αυτή με τη σειρά της πολυπαραγοντικό πεδίο και όχι μονοσήμαντα αποτέλεσμα εξοπλισμών) είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη διατήρησης της θέσης της και ασφάλειας σε ένα σύστημα διεθνών σχέσεων. Δεν αποτελεί καν την κύρια συνθήκη.

Για παράδειγμα, το θεωρητικό ενδεχόμενο να υιοθετήσει η διεθνής κοινότητα ανοιχτά την επιδίωξη διαμοιρασμού του Αιγαίου σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων ή και κυριαρχίας της Ελλάδας (ως μετεξέλιξη του σημερινού «βρείτε τα») θα συνιστούσε μια στρατηγική ήττα για τη χώρα μας πολλές φορές πιο σημαντική από οποιαδήποτε πρόσκαιρη στρατιωτική αποτροπή του επεκτατισμού της Άγκυρας.

Τα παραπάνω δεν μειώνουν την αναγκαιότητα της αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος που αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα.

Αποσαφηνίζουν το διακριτό της ρόλο σε ένα συνολικό πλέγμα σχέσεων μέσα στο οποίο η αμυντική ισχύς υπηρετεί μια εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Ως εκ τούτου, καμιά αμυντική ισχύς και πολύ περισσότερο κανένα οπλικό σύστημα δεν μπορεί να καλύψει τα κενά της εξωτερικής πολιτικής ή το έλλειμμα πολιτικής βούλησης να υπερασπιστεί η χώρα τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Οι διακηρύξεις Μητσοτάκη πως «η άμυνα είναι ο υπέρτατος αυτοσκοπός», εκτός από κακά ελληνικά που είναι, υποδηλώνουν στην καλύτερη περίπτωση μια παιδαριώδη προσέγγιση εξαιρετικά σοβαρών (και πιο σύνθετων) ζητημάτων και, στην πραγματικότητα, συσκοτίζουν μια διάθεση προσχώρησης σε μια εξωτερική πολιτική που υπηρετεί επιθυμίες τρίτων και όχι τις ανάγκες της χώρας.

Για να έρθουμε στο συγκεκριμένο, οι εξελίξεις με την έξοδο του Ορούτς Ρέις το καλοκαίρι του 2020 καθορίστηκαν από ελληνικής πλευράς από την ελλειμματική πολιτική βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας από τις τουρκικές παραβιάσεις, διάθεση που υποβόσκει σε μέρος του πολιτικού συστήματος.

Το έλλειμμα εκείνο με τη σειρά του καθορίστηκε από το νέο προσανατολισμό των διεθνών σχέσεων και δεσμεύσεων, φανερών και μη, έναντι εταίρων και συμμάχων, κυρίως έναντι Γερμανίας και ΗΠΑ, που εγκαινίασε το Μαξίμου.

Ακόμη και αυτό καθαυτό το γεγονός της παραβίασης αμφισβητείται μέχρι και σήμερα από κυβερνητικά στελέχη, ενώ η επιστολή της 11ης Αυγούστου 2020 του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ αναφερόταν ρητά σε «τουρκικές ενέργειες που παραβιάζουν κατάφωρα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας».

Τελικά υπήρξε παραβίαση ή όχι; Και αν υπήρξε έγιναν από ελληνικής πλευράς όσα έπρεπε να γίνουν;

Οι κυβερνητικοί κομπασμοί για εσωτερική κατανάλωση ότι υπήρξε «αποφασιστική υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων» λίγο βοηθούν, ενώ η ταυτόχρονη συσκότιση του αν υπήρξε παραβίαση άλλα δείχνει.

Μια κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να εμποδίσει στο μέλλον ανάλογες ενέργειες της Άγκυρας θα είχε κάθε λόγο να καταδεικνύει τις τουρκικές παραβιάσεις (όπως με τις υπερπτήσεις) στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.

Εδώ και τρία χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη, κυριαρχεί στην εξωτερική πολιτική το δόγμα μιας ευθυγράμμισης με τις επιθυμίες και νουθεσίες τρίτων ταυτόχρονα με την εναπόθεση της μακροπρόθεσμης υπεράσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε οικονομικά υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα, σε μεγάλο μέρος εκτός σοβαρού αμυντικού σχεδιασμού.

Η δεδηλωμένη πρόθεση και δυνατότητα της Τουρκίας να αμφισβητήσει μακροπρόθεσμα όλο και βαθύτερα, αλλά και πιο έμπρακτα, στοιχεία της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, και οι παγκόσμιες μεταβολές των διεθνών συσχετισμών στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνει χώρα αυτή η κλιμάκωση επιδιώξεων της Άγκυρας, θέτει όχι μόνο την παρούσα κυβέρνηση αλλά το σύνολο του πολιτικού συστήματος προ της ανάγκης χάραξης μιας νέας εθνικής στρατηγικής.

Η απειλή εξ ανατολών έχει αποκτήσει νέα διάσταση, ήδη πολύ πριν το καλοκαίρι του 2020, το διεθνές περιβάλλον έχει μεταβληθεί και μεταβάλλεται, και ο γεωπολιτικός συσχετισμός Τουρκίας-Ελλάδας έχει επιδεινωθεί για τη δεύτερη, ιδιαίτερα μετά τη βαθιά κρίση και τις πολιτικές των μνημονίων της προηγούμενης δεκαετίας με την απώλεια του ενός τετάρτου του εθνικού εισοδήματος.

Οι επίμονες αναφορές κυβερνητικών στελεχών στη δήθεν «απομόνωση της Τουρκίας» υποδηλώνει την απροθυμία ακόμη και να σταθμιστούν τα πραγματικά νέα δεδομένα πριν από οποιαδήποτε χάραξη νέας στρατηγικής.

Από την πολιτική του «δεδομένου» συμμάχου μέχρι την αδικαιολόγητη ευθυγράμμιση με τις πιο θερμόαιμες φωνές της «Νέας Ευρώπης» γύρω από την ουκρανική κρίση, και από την προβαλλόμενη αυταπάτη ότι ο ρωσικός αναθεωρητισμός εκθέτει τάχα αυτόματα τον τουρκικό αναθεωρητισμό μέχρι την πρόσφατη «εθνική ικανοποίηση» από τα χειροκροτήματα του αμερικανικού Κογκρέσου προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό, λίγο πριν την αρνητική για την Ελλάδα Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, τα φαινόμενα αποτυπώνουν μια κρίσιμη έλλειψη προσανατολισμού και την ανάλωση της εξωτερικής πολιτικής για λόγους επιβίωσης του Μαξίμου ή εσωτερικής επικοινωνίας με όρους τετραετίας και επόμενων εκλογών.

Όσα συνέβησαν στα τρία χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη από τουρκικής πλευράς, ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμιά κυβερνητική ευθύνη, είναι πολλά.

Το τουρκολιβυκό σύμφωνο, ο Άυγουστος του 2020 με το Ορούτς Ρέις, η κλιμάκωση και απέναντι στην Κύπρο, η αναβάθμιση της απαίτησης για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, η έμπρακτη πλέον προώθηση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας, προδιαγράφουν δύσκολα τα επόμενα χρόνια.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είτε θα ξαναδεί με σοβαρό και συντεταγμένο άρα και συναινετικό τρόπο τα νέα δεδομένα προκειμένου να τα αντιμετωπίσει, είτε θα αφεθεί στην παραπέρα επιδείνωση συσχετισμών και πρακτικά θα προετοιμάζει την ελληνική κοινωνία να υποδεχτούμε ως φωτεινή ανακάλυψη διαπιστώσεις του τύπου «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη» (Ε. Βενιζέλος), ευνόητης σκοπιμότητας.
armyvoice.gr