Τους λόγους που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση να καταψηφίσει την Αμυντική Συμφωνία με τη Γαλλία εξηγεί μιλώντας στο Newsbomb.gr ο Γιώργος Τσίπρας, που μιλάει ανοιχτά για μία Συμφωνία που δεν προβλέπει τη συνδρομή σε περίπτωση παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, ενώ υποστηρίζει ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η χώρα με βάση τη συμφωνία, όπως για συμμετοχή της σε περιπέτειες στη δυτική Αφρική, καθιστούν της συμφωνία ανισοβαρή.
Ο βουλευτής Δυτικής Αττικής και αναπληρωτής τομεάρχης Άμυνας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφήνει αιχμές για τον τρόπο και την ταχύτητα που η κυβέρνηση υλοποιεί τα εν λόγω εξοπλιστικά προγράμματα που κινούνται «εκτός πάγιων σχεδιασμών της στρατιωτικής ηγεσίας, σε απίστευτες σπατάλες αμφίβολης σκοπιμότητας», τονίζοντας ότι συμπεριφέρεται «λες και δεν υπάρχει αύριο».
Σχολιάζοντας τη διαγραφή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου από τη Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, ο Γιώργος Τσίπρας υπογραμμίζει ότι το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη «επιδιώκει να κινείται από τη δημοκρατική Κεντροδεξιά μέχρι την ανοιχτά αντιδημοκρατική φασίζουσα Ακροδεξιά», κατηγορώντας τον πρωθυπουργό πως «έχει κάνει τη μισή κυβέρνηση, κυβέρνηση του ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιώργου Τσίπρα στο Newsbomb.gr:
Κύριε Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής υποστήριξε πως η εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας και η απόκτηση των γαλλικών φρεγατών είναι επί της αρχής προς τη σωστή κατεύθυνση. Τελικά, γιατί καταψήφισε τη Συμφωνία. Μήπως ήταν μία επιλογή, βασισμένη σε μικροπολιτικά τακτική, όπως λέει η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε εγκαταλείψει εδώ και ένα χρόνο την προοπτική μιας ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. Για αυτό άλλωστε δεν ακούσαμε ξανά μετά τον Αύγουστο του 2020 τίποτα σχετικό. Ακούγαμε αντίθετα νύξεις υποβάθμισης μιας τέτοιας ανάγκης, ή περί του αδυνάτου μιας τέτοιας συμφωνίας από φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ.
Εξίσου είχε απομακρυνθεί και η πιθανότητα επιλογής των γαλλικών φρεγατών. Αυτό έγινε φανερό εξάλλου και με την ανακοίνωση προμήθειας επιπλέον έξι Ραφάλ από τον κ. Μητσιοτάκη μόλις πέντε μέρες πριν υπογραφεί η Aukus ανάμεσα σε ΗΠΑ, Βρετανία και Αυστραλία. Η προμήθεια των επιπλέον έξι Ραφάλ σήμαινε σαφέστατα εκείνη τη στιγμή ότι δεν υπήρχε στο τραπέζι επιλογή για γαλλικές φρεγάτες.
Καραμπόλες διεθνείς που προκάλεσε η Aukus και συνεννοήσεις τρίτων έφεραν προς την ελληνική πλευρά, αυτή τη φορά ως επιβαλλόμενη επιλογή, την ελληνογαλλική συμφωνία και την επιλογή γαλλικής φρεγάτας. Και πρέπει να πω ότι ήταν συγκινητική η προσπάθεια φιλικών προς την κυβέρνηση ΜΜΕ να πείσουν ότι τάχα ο κ. Μητσοτάκης είχε αποφασίσει από καιρό υπέρ των γαλλικών φρεγατών και άλλες αστειότητες.
Το δυστυχές εδώ είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν φαίνεται να άλλαξε ούτε ένα γιώτα στη συμφωνία που της υποβλήθηκε. Άκουσα δυο φορές τον ΥΠΕΞ κ. Δένδια να απαιτεί από το ΣΥΡΙΖΑ να του προσκομίσει κάποια διμερή συμφωνία που να προβλέπει μεγαλύτερη δεσμευτικότητα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής από αυτή που προβλέπει η ελληνογαλλική συμφωνία, αναφορικά με τη συνδρομή σε περίπτωση παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Πρόκειται για τέχνασμα και όχι σοβαρό επιχείρημα για έναν πολύ απλό λόγο.
Μιλάμε για την Ελλάδα και όχι για την υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ της Δανίας, της Νιγηρίας ή της Χιλής. Η διένεξη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, όπου η πρώτη αποτρέπει συστηματικά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ενώ αμφισβητεί κατά περίπτωση και την ίδια την εθνική κυριαρχία της δεύτερης, αποτελεί μια παγκόσμια ιδιαιτερότητα της περιοχής του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου. Για αυτό άλλωστε και είμαστε η μόνη χώρα παγκοσμίως που δεν επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Κατά συνέπεια ιδιαίτερες είναι και οι ανάγκες αμυντικής συνδρομής από τρίτη, φίλη χώρα. Αν αντί για την Ελλάδα μιλούσαμε για πχ για τη Χιλή η υπογραφείσα συμφωνία για προστασία της «Επικράτειας» θα ήταν επαρκής. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό δεν ισχύει.
Επιπλέον, οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η χώρα με βάση τη συμφωνία, όπως για συμμετοχή της σε περιπέτειες στη δυτική Αφρική, καθιστούν της συμφωνία ανισοβαρή, πέραν του ότι μεταβάλλουν ανεύθυνα πάγια χαρακτηριστικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, από τον καιρό ακόμη του Κωσταντίνου Καραμανλή.
Με ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, δεν θα πρέπει να υπάρξει εκσυγχρονισμών των Ενόπλων Δυνάμεων;
Σαφέστατα και έπρεπε να υπάρξει εξοπλιστική ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και θωράκιση της χώρας. Τόσο γιατί λόγω της οικονομικής κρίσης και των καταστροφικών μνημονίων μειώθηκε ο αμυντικός προϋπολογισμός κατά 50% τα χρόνια 2010-2015 και πάγωσε ο εξοπλισμός την ίδια περίοδο που η Τουρκία ανέπτυσσε εξοπλιστικά προγράμματα και την αμυντική της βιομηχανία. Όσο και γιατί έχουμε απέναντί μας πλέον μια Τουρκία που ξεκάθαρα διεκδικεί το ρόλο νταή της περιοχής, σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της εθνικής μας κυριαρχίας.
Το γεγονός αυτό επ’ ουδενί δεν δίνει το πράσινο φως σε εξοπλιστικά προγράμματα που κινούνται εκτός πάγιων σχεδιασμών της στρατιωτικής ηγεσίας, σε απίστευτες σπατάλες αμφίβολης σκοπιμότητας όπως το Αεροπορικό Εκπαιδευτικό Κέντρο στην Καλαμάτα, σε υπερκοστολογήσεις, και γενικότερα σε επιλογές που γίνονται σαν η χώρα να μην έχει ήδη σχεδόν 400 δις χρέος.
Επιμένω στο θέμα, καθώς ο Αλέξης Τσίπρας αναρωτήθηκε αν επιστρέψαμε στην εποχή «του Γιάννου και του Άκη». Τι σας οδηγεί σε αυτή τη σύνδεση;
Η κυβέρνηση Κωσταντίνου Μητσοτάκη είχε καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως η πιο διεφθαρμένη κυβέρνηση μέχρι τότε στη μεταπολίτευση. Μεταγενέστερες κυβερνήσεις όπως «στην εποχή του Γιάννου και του Άκη» υπερέβησαν ίσως εκείνη την οδυνηρή περίοδο στη διαφθορά. Και σήμερα η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη κρίνεται και θα κριθεί για τα πεπραγμένα της.
Δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζει και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης τις εξοπλιστικές επιλογές μοιάζει σαν να επιδιώκει να πάρει η δική του κυβέρνηση, όσο προλάβει, αποφάσεις εξοπλισμών και δαπανών που μπορούσαν να ληφθούν μεταγενέστερα και, κυρίως, με μια μεγάλη δόση γαλαντομίας σαν να μην υπάρχει αύριο.
Για παράδειγμα, δεν υπήρχαν στο τραπέζι Ραφάλ μέχρι το καλοκαίρι του 2020. Υπήρχε η αναντίρρητη προτεραιότητα ενίσχυσης του Πολεμικού Ναυτικού. Τα έξι επιπλέον Ραφάλ ανακοινώθηκαν πάλι φέτος χωρίς να το γνωρίζει ούτε η Πολεμική Αεροπορία. Για το Εκπαιδευτικό Κέντρο στην Καλαμάτα, μια δαπανηρότατη, ακατανόητη επιλογή, δεν ακολουθήθηκαν επίσης οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Αυτά μεταξύ άλλων.
Τις προηγούμενες ημέρες, στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα γίναμε μάρτυρες της επανεμφάνισης της ακροδεξιάς βίας. Γιατί κατηγορείτε τη κυβέρνηση για ανοχή σε αυτές τις πράξεις;
Δεν πρόκειται για ένα πρωτοφανές φαινόμενο. Σας θυμίζω ότι ο βασικός λόγος ισχυροποίησης της Χρυσής Αυγής μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν ακριβώς η εξόφθαλμη ανοχή του κράτους, ειδικά επί κυβέρνησης Σαμαρά, απέναντι στην εγκληματική της δράση. Το γεγονός ότι η δράση της εκείνη κατεστάλη μετά τη δολοφονία Φύσσα σε τίποτα δεν αναιρεί το γεγονός της προηγούμενης ανοχής.
Σήμερα, σαν σε ντεζαβού, παρακολουθούμε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να ξανα-λανσάρει τη θεωρία των δύο άκρων, την αστυνομία να καταστέλλει τους αντιφασίστες αντί για τους φασίστες, και να υπάρχει μια περίεργη ανοχή και ίσες αποστάσεις απέναντι σε ένα ξεκάθαρα εγκληματικό φαινόμενο που πρέπει να ξεριζωθεί από τα σχολεία μας και τις γειτονιές. Βλέπετε εσείς την κυβέρνηση να κινείται σε μια τέτοια κατεύθυνση;
Η διαγραφή, δηλαδή, του Κωνσταντίνου Μπογδάνου από τη Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, δεν είναι ικανοποιητική;
Η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη επιδιώκει να κινείται από τη δημοκρατική Κεντροδεξιά μέχρι την ανοιχτά αντιδημοκρατική φασίζουσα Ακροδεξιά. Επειδή ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, όταν σκοπός είναι η εκλογική έκφραση του συνόλου της Ακροδεξιάς μέσω της Νέας Δημοκρατίας, και επειδή δεν χωρούν δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αυτή η πολιτική θα αποτύχει. Το επεισόδιο με τον βουλευτή της κ. Μπογδάνο είναι μόνο ένα από όσα θα ακολουθήσουν.
Και είναι να απορεί κανείς με την ανοχή κεντροδεξιών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας απέναντι σε αυτή την πολιτική του αρχηγού της που έφτασε τελευταία να έχει κάνει τη μισή κυβέρνηση, κυβέρνηση του ΛΑΟΣ του κ. Καρατζαφέρη.
Μιλάτε για μη αναστρέψιμη διαδικασία φθοράς στην οποία έχει μπει η κυβέρνηση. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει την αρνητική δημοσκοπική κατάσταση και να είναι πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές διεξαχθούν;
Μέχρι τις εκλογές πολλά θα αλλάξουν. Θα ήταν λάθος να σκεφτόμαστε την πορεία προς τα εκεί σαν μια γραμμική πορεία που η Νέα Δημοκρατία σιγά-σιγά φθίνει και ο ΣΥΡΙΖΑ σιγά-σιγά ανακάμπτει. Θα υπάρξουν ανατροπές και ραγδαίες μεταβολές στις διαθέσεις της κοινωνίας, ιδιαίτερα εξαιτίας της κατάστασης της οικονομίας. Όσο γρηγορότερα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δώσει προοπτική στην κοινωνία που αγωνιά, όσο περισσότερο πείσει ότι θα έχει καλύτερες επιδόσεις σε μια νέα ευκαιρία διακυβέρνησης, τόσο συντομότερα θα δούμε τις μεταβολές αυτές.
Αν υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτος στις επόμενες εκλογές, εκτιμάτε ότι υπάρχουν ρεαλιστικές πιθανότητες για τη συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης από τη πρώτη Κυριακή, με δεδομένο ότι θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής;
Η απλή αναλογική εκτός του ότι είναι το μόνο μη καλπονοθευτικό εκλογικό σύστημα, συνιστά μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αναγκαστεί το πολιτικό σύστημα να αναζητήσει όχι μόνο προγραμματικές συγκλίσεις αλλά και δεσμεύσεις. Διαφορετικά, η ελληνική κοινωνία θα παραμένει για πάντα θεατής σε κυβερνήσεις παντοδύναμες που άλλα υπόσχονται προεκλογικά και άλλα κάνουν μετεκλογικά. Συνεπώς, το πρώτο πράγμα που απαντώ είναι ότι πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο να πετύχει η ίδια η απλή αναλογική και να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς να πάμε σε δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική, γιατί είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας και του πολιτικού της συστήματος.
Ρεαλιστικά μιλώντας θα είναι δύσκολο, ωστόσο μια μεγάλη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία μπορεί να αποτελέσει τη βάση κυβερνητικών συνεργασιών με προοδευτικές δυνάμεις.
newsbomb.gr