«Ποιος είναι ο βασικός στόχος του μνημονίου; Είναι να έχουμε για χρόνια μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν είναι εφικτά τα πλεονάσματα συγχρόνως με τους στόχους της ανάπτυξης. Γιατί στερούν βασικούς πόρους που έχει ανάγκη η κοινωνία μας» (Ευκ. Τσακαλώτος, 8/5/14).
Τα δυσθεώρητα πλεονάσματα ήταν κόκκινο πανί για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν και το μείζον επιχείρημα τον Ιούλιο του 2015: «Συμφωνήσαμε σε δραματικά μικρότερα πλεονάσματα από αυτά της προηγούμενης κυβέρνησης, με αποτέλεσμα τα απαιτούμενα μέτρα να είναι χαμηλότερα κατά 20 δισ.» (διάγγελμα Αλ. Τσίπρα, 20/8/15).
Ομως τα πλεονάσματα που διαμορφώθηκαν το 2015-18 (πλεόνασμα αποπληρωμής χρέους + υπερπλεόνασμα για το «μαξιλάρι») ήταν πολύ υψηλότερα: 11,5 από τα 20 δισ. που θα γλιτώναμε έγιναν υπερπλεόνασμα (πίνακας).
Πού οφείλεται η αστοχία; Υπερπλεόνασμα παράγουν τα υψηλά έσοδα και οι ελλιπείς δαπάνες. Οι ασφυκτικές/τιμωρητικές πιέσεις της τρόικας για φόρους και μέτρα λιτότητας και μια διοίκηση ξεχαρβαλωμένη για να απορροφήσει δαπάνες σε μια γονατισμένη οικονομία, χωρίς τραπεζικό σύστημα, διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα. Οι δε διαπραγματεύσεις για μέτρα και η διαχείριση δαπανών δεν έγιναν πάντα με βέλτιστο τρόπο.
Ωστόσο, υπάρχει σοβαρότερος λόγος: ποια ήταν πραγματικά η βούληση του οικονομικού επιτελείου; Προτού αναζητήσουμε τις αιτίες της αστοχίας προηγείται το ερώτημα: συμφωνούμε ότι υπήρξε αστοχία ή θεωρούμε θετική εξέλιξη τα υπερπλεονάσματα που μαζί με τα δανεικά κατέληξαν στα 37 δισ. κομπόδεμα;
Η αντίθεση σε υψηλά πλεονάσματα τυπικά δεν αποσύρθηκε ποτέ. «Κεντρικό σημείο της διαπραγμάτευσης του 2015 ήταν η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων» υπενθύμιζε η «Αυγή» στις 16/10/19. Η πράξη όμως δείχνει ότι υιοθετήθηκαν απόψεις πως τα οφέλη από υπερπλεονάσματα και κομπόδεμα ήταν πιο σημαντικά από τους «βασικούς πόρους» που στερείται η κοινωνία ή από το «γεγονός ότι τα μεγάλα πλεονάσματα επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη» (Ευκ. Τσακαλώτος, 9/12/18). Υποτιμήθηκε η αναπτυξιακή δυναμική των δαπανών και δεν τεκμαίρεται ισχυρή βούληση για δαπάνες που μείωναν τα υπερπλεονάσματα.
Οι θεσμοί –αν και όχι στο σύνολό τους και αυτό έχει σημασία– απεχθάνονταν κάθε αύξηση δαπανών από τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αναδειχθεί ένα γερμανικής οπτικής ελληνικό success story αλλά και ενόψει των ελληνικών εκλογών που εκτιμούσαν ότι θα κέρδιζε η ΝΔ. Εσωτερικά, πάλι, οι τράπεζες ευνοούνταν από την ασφάλεια που παρείχε ένα φουσκωμένο «μαξιλάρι». Ως χρηματοοικονομικό πάγιο μπορούσε προ πανδημίας να έχει μόνο χρηματοοικονομικές χρήσεις, όπως αποπληρωμή δημόσιου χρέους, κάλυψη αναγκών του τραπεζικού συστήματος, εγγυήσεις για το σχέδιο «Ηρακλής» κ.λπ. Το σκληρό «μαξιλάρι» των 16,5 δισ., προαπαιτούμενο για τη ρύθμιση του χρέους, μπορούσε να καλύψει εκτάκτως και ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση, η οποία εκτιμόταν μέχρι 12 δισ. Αλλά χάριν απλούστευσης ας δεχτούμε ότι «έπρεπε» και αυτά να προστεθούν στο σκληρό «μαξιλάρι». Μέχρι τα 37 δισ. του συνόλου παραμένει μια διαφορά, όση και τα υπερπλεονάσματα του 2015-18, για την οποία δεν υπάρχει δημόσια αιτιολόγηση υπολογισμών ή εκβιασμών που ασκήθηκαν. Αντίθετα, και αυτό είναι αναντίρρητο, στις θετικές εκτιμήσεις διεθνών χρηματοοικονομικών οίκων της περιόδου για τις ελληνικές προοπτικές μετά τη συμφωνία για το χρέος αρκούσε το όποιο σκληρό «μαξιλάρι». Γιατί «έπρεπε» να είναι 37 και όχι π.χ. 27 δισ.; Ενα μικρότερο «μαξιλάρι» απειλούσε μήπως τη ρύθμιση του χρέους ή την έξοδο από τα μνημόνια; Οχι.
Ακόμη και το υπερπλεόνασμα περασμένων ετών, που δεν μπορούσε να εγγραφεί στον προϋπολογισμό για κοινωνικές πολιτικές, υπήρχαν χρηματοοικονομικοί τρόποι να μετατραπεί έμμεσα σε ενέσεις προς την πραγματική οικονομία. Αρκεί να υπήρχε η βούληση.
Τα γενναιόδωρα πλεονάσματα είναι για οικονομίες με λυμένα τα βασικά προβλήματα, όπως της Νορβηγίας. Για τη χειμαζόμενη Ελλάδα κάθε δισ. πλεονάσματος προς πιστωτές ή κομπόδεμα χωρίς να είναι αδήριτη ανάγκη σήμαινε δυσανάλογη αποστράγγιση της πραγματικής οικονομίας, όπως ορθά υποστηριζόταν και πριν και μετά το 2015. Διαφορετικά, ποιος δεν ήθελε και 37 και 47 δισ. ευρώ κομπόδεμα;
Αυτά είναι παρελθόν, αλλά η αντιστροφή θέσεων ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι σημερινή. Η ΝΔ των σούπερ πλεονασμάτων αποστρεφόταν ακόμη και το «κοινωνικό μέρισμα» που επέστρεφε ο ΣΥΡΙΖΑ (διαφορετικά θα καταγραφόταν και αυτό στο υπερπλεόνασμα). Από το θέατρο του παραλόγου ο ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπίζεται τα πλεονάσματα που κατακεραύνωνε το 2015, η δε ΝΔ να τον κατηγορεί γι’ αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να βγαίνει μόνο χαμένος.
Το «δυστυχώς δεν γινόταν αλλιώς» θα ήταν μια λογική βάση συζήτησης. Αλλά ορισμένοι έχουν πάει με φόρα στο «ευτυχώς», στην αναδρομική επίκληση της πανδημίας του 2020 και στον αυτοθαυμασμό μιας «ταξικότητας» επιλογών που αντικειμενικά εξυπηρετούσαν τρίτους και όχι λαϊκές τάξεις, ακόμη κι αν θεωρηθούν αναγκαστικές επιλογές.
Σε επισήμανση δημοσιογράφου «το λένε και σύντροφοί σας: ας μην ήταν 37 δισ. και ας ρίχνατε και μερικά δισ. στην αγορά», ο Ευκ. Τσακαλώτος απάντησε ότι «οι κυρίαρχες ιδέες κάθε κοινωνίας είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης και επηρεάζονται και δικοί μας άνθρωποι». Αν αποκαλούμε το αίτημα για κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες «ιδέες της άρχουσας τάξης», υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Αλλά έχει δίκιο ότι ορισμένοι επηρεάστηκαν από την άρχουσα τάξη, τραπεζίτες και θεσμούς…
Ο Γιώργος Τσίπρας είναι βουλευτής Β΄ Δυτικής Αττικής, αναπληρωτής τομεάρχης οικονομίας και αναπληρωτής τομεάρχης άμυνας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ