Η νέα αμερικανική ηγεσία ξεκίνησε στην εξωτερική πολιτική δραστήρια και επιθετικά. Με επίθεση φιλίας σε παραδοσιακούς φίλους και πιο αποφασιστικά απέναντι στους γεωπολιτικούς αντιπάλους των ΗΠΑ.

Έτσι ή αλλιώς, η πρώτη περίοδος για την ηγεσία Μπάιντεν θα αναλωθεί στη διαχείριση της ζημίας στις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ που κληρονόμησε ο απομονωτισμός Τραμπ. Όπως διαφαινόταν ήδη από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ η ανορθόδοξη πολιτική του περισσότερο θα επιτάχυνε την πορεία υποβάθμισης των ΗΠΑ που πάσχιζε να ανακόψει (βλ. «Η στρατηγική αμηχανία της υπερδύναμης», 21/6/2017 Εφσυν), δημιουργώντας νέα προβλήματα. Ωστόσο, η ήττα Τραμπ δεν αναιρεί αυτή την πορεία υποβάθμισης που παραμένει ως πρόκληση και για τη νέα ηγεσία.
H στροφή Μπάιντεν όσο αποφασιστική κι αν είναι, είναι αμφίβολο ότι θα υπερβεί τη στρατηγική αμηχανία που χαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτική. Γι’ αυτό άλλωστε, η αστάθεια και τα μπρος-πίσω που χαρακτήρισαν τον Τραμπ δεν απουσιάζουν από τους πρώτους μήνες της εξωτερικής πολιτικής Μπάιντεν. Πολύ περισσότερο που η νέα πολιτική δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί.
Η επιθετική πολιτική που εγκαινιάστηκε απέναντι στη Ρωσία δεν έφτασε πρόσφατα μέχρι την τοπική ανάφλεξη στην περίπτωση της ανατολικής Ουκρανίας, ούτε επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη αν αυτός ήταν ο στόχος. Αποφάσισε νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας αλλά είναι ο ίδιος ο Μπάιντεν (και όχι ο Τραμπ) που αποφάσισε να μην υπάρξουν συνέπειες για τη Γερμανία για τον North Stream 2. Η πολυσυζητημένη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν είναι αμφίβολο ότι θα σταθεροποιήσει τη σχέση των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων.
Με την Κίνα, η επεισοδιακή συνάντηση εργασίας των ΥΠΕΞ στην Αλάσκα κατέδειξε πιο πολύ τις κόκκινες γραμμές του Πεκίνου παρά της Ουάσιγκτον, και αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Οι ευρωπαίοι εταίροι της Ουάσιγκτον, ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να την ακολουθήσουν σε μια πορεία αναμέτρησης με το Πεκίνο, όπως ίσως με τη Μόσχα. Το διακύβευμα των σχέσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών με την Κίνα είναι πιο πειστικό από τις πιέσεις της Ουάσιγκτον, που επιπλέον πρέπει να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Ευρώπη, μια από τις ζημίες της πολιτικής Τραμπ.
Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ιστορικούς πάνω στην ιστορία του 20ου αιώνα, ο Γκαμπριέλ Κόλκο, είχε επισημάνει την εγγενή αδυναμία των επιτελείων ακόμη και χωρών όπως οι ΗΠΑ να σχεδιάσουν σε βάθος έστω και λίγων τετραετιών. Η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στην εξωτερική πραγματικότητα, στον περίπλοκο και χαοτικό της χαρακτήρα. Οφείλεται κυρίως στην αδυναμία να δουν τον εαυτό τους στις αντιφάσεις του και τους δομικούς περιορισμούς του.
Αν δεν υπάρξουν εσωτερικές και διεθνείς στρατηγικές αλλαγές η φθίνουσα πορεία των ΗΠΑ θα συνεχιστεί. Το ίδιο θα συνεχιστεί η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να διατηρήσει την ηγεμονική της θέση της με κάθε τρόπο και κάθε μέσον. Η προσφυγή Μπάιντεν σε μια πολιτική «δημοκρατικών αξιών» απέναντι σε γεωπολιτικούς αντιπάλους, αλλά και τρίτους που επιθυμεί ίσως να συνετίσει, όπως η Τουρκία, είναι μια πολιτική που επιδιώκει να φέρει τις φίλιες δυνάμεις σε Ευρώπη και Ασία εγγύτερα στις στρατηγικές των ΗΠΑ.
Κεντρικός πυλώνας αυτού του εγχειρήματος είναι το δόγμα της διπλής ανάσχεσης Κίνας και Ρωσίας. Αυτό σημαίνει ότι το στρατηγικό τρίγωνο ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας θα συνεχίσει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και περισσότερο πολυπολικός. Με ευθύνη των ΗΠΑ εξαιτίας του δόγματος της διπλής ανάσχεσης. Με ευθύνη μιας Ρωσίας που με μικρό οικονομικό βάρος στις διεθνείς εξελίξεις αναβαθμίζεται δυσανάλογα εκμεταλλευόμενη τη θέση της στον τρίτο πόλο του τριγώνου, τη διαιώνιση του οποίου επιθυμεί, σε αντίθεση με την Κίνα.
Θα ανακόψει αυτή η στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ την εκρηκτική άνοδο της Κίνας; Όσο η αυξανόμενη πίεση προς τη Μόσχα δεν εξαναγκάζει την τελευταία να προσεγγίσει τις ΗΠΑ, και είναι απίθανο (αν και όχι αδύνατο) ότι κάτι τέτοιο θα γίνει στο ορατό μέλλον, η Κίνα θα βαίνει κερδισμένη. Αλλά το ίδιο θα συνέβαινε και αν οι ΗΠΑ εγκατέλειπαν την πρωτοκαθεδρία και αφήνονταν να πάρουν μια «δεύτερη» θέση σε έναν κόσμο περισσότερο πολυπολικό που αναδύεται από τη χθεσινή τάξη πραγμάτων.
Η μεγάλη αλλαγή της προηγούμενης περιόδου ήταν η μετατόπιση ισχύος προς την Ανατολή και προς την περιφέρεια, καθώς και η γιγάντωση μεγάλων επιχειρήσεων. Δεν επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη ενίσχυσης υπερεθνικών οργανισμών, με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή υπηρετεί την προσπάθεια επιβίωσης των ευρωπαϊκών μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και το δικό της μέλλον είναι πια αμφίβολο.
Οι προοπτικές που διαγράφονται στο μέλλον, δεν περιέχουν πολλά θετικά σενάρια αποσυμπίεσης της διεθνούς έντασης ή βελτίωσης όρων διαβίωσης για την κοινωνική πλειοψηφία. Η μεγαλύτερη ενεργοποίηση της τελευταίας είναι η μόνη προοπτική διεξόδου από ένα επικίνδυνο μέλλον.


(*) Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη μηνιαία έκδοση Διπλωματίας και Αμυνας, GR Diplomatic Review (15/5-15/6/2021)