Το μπαλάκι μοιραία ξαναπηγαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία(…). Που πρέπει να έχει συνείδηση ποια ήταν τα λάθη του παρελθόντος αν δεν θέλει να τα επαναλάβει. Που πρέπει να αποκτήσει τους αναγκαίους δεσμούς με την κοινωνία, τη μόνη που μπορεί να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα ποιες πολιτικές μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει.

Περισσότερο από δυο χρόνια μετά την εντυπωσιακή επικοινωνιακά εκκίνηση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, τα λάστιχα έχουν ξεφουσκώσει, η εμπιστοσύνη έχει εξαντληθεί, η αίσθηση αποτυχίας και η δυσφορία ανάμεσα στους πολίτες δεν μπορεί πια να κρυφτεί.

Ένας μήνας ήταν αρκετός για να θολώσει ανεπανόρθωτα η λαμπερή επικοινωνιακή εικόνα μιας κυβέρνησης που «πετάει». Από το κορονογεύμα στην Ικαρία στη διαχειριστική ανικανότητα της κακοκαιρίας Μήδεια, και από το Λιγνάδη στην αστυνομική αυθαιρεσία με το περιστατικό στη Ν. Σμύρνη και μετά από αυτό. Και σαν κορωνίδα, η παραδοχή πλέον της αποτυχίας του πεντάμηνου και πιο σκληρού λοκντάουν στην Ευρώπη. Μόλις σε ένα μήνα.

Στις τοποθετήσεις τους τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη έπαψαν πλέον τις αναφορές στον «Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη» και στο «Σχεδιασμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη», μέχρι χθες διατεταγμένη, ανιαρή και υποτιμητική για πολιτισμένη χώρα επωδό, ακόμη κι αν επρόκειτο για κάποιον μεγάλων ικανοτήτων, διεθνούς εμβέλειας ηγέτη και αντίστοιχο σχεδιασμό.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση έχει καταρρεύσει. Οι δυναμικοί παράγοντες που τη στηρίζουν δεν έχουν άρει τη στήριξη, η προφανής φθορά που αρνούνται μέχρι σήμερα να καταγράψουν οι δημοσκοπήσεις δεν έχει πάρει τη μορφή ελεύθερης πτώσης, οι εσωκομματικές αντιθέσεις δεν έχουν ξεπεράσει κάποια όρια, η αντιπολίτευση δεν καταγράφει ακόμη δυναμική. Βέβαια όταν η πανδημία λήξει θα γίνει περισσότερο αισθητή η διαλυτική κατάσταση της πραγματικής οικονομίας ότι κι αν λέει ο Σταϊκούρας, και τα ελληνοτουρκικά με την παρούσα κυβέρνηση πιο πιθανό είναι να γεννήσουν δυσάρεστες εκπλήξεις παρά διαιώνιση της αβεβαιότητας.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή, τον Ιούλιο 2019, προεξοφλώντας μια λαμπρή πορεία. Έχοντας εξασφαλίσει μια μιντιακή υπεροπλία που μόνο σε ανατολικές σλαβικές χώρες συναντά κανείς στην Ευρώπη, συνέχισε μέχρι τις αρχές του 2020 να χειροκροτεί τον εαυτό της για χωρίς προηγούμενο (ανύπαρκτες) επιτυχίες, ενώ γνώριζε ήδη από τα τέλη 2019 ότι κανένας από τους σκληρούς δείκτες της οικονομίας (ΑΕΠ, εξαγωγές, επενδύσεις, ανεργία) δεν πήγαιναν καλά μετά το καλοκαίρι, παρά μόνο δείκτες εμπιστοσύνης εγχώριας και διεθνούς. Οι προεκλογικές υποσχέσεις για 4% ανάπτυξη θα έπρεπε να είχαν ανησυχήσει τους πιο σχετικούς ότι δεν πρόκειται απλώς για τα συνήθη προεκλογικά ψέματα αλλά για ομάδα που έχει μικρή επαφή με την πραγματικότητα στην οικονομία και αφελείς αντιλήψεις.

Ήταν όμως πολύ καλά προετοιμασμένη η κυβέρνηση τόσο επικοινωνιακά όσο και στην κατάληψη του κράτους. Παράλληλα επιδόθηκε με μεγάλη ορμή σε πελατειακές προσλήψεις, κατά προτίμηση άνευ ΑΣΕΠ, και αυξήσεις αποδοχών στους δικούς της, μετακλητούς, διευθύνοντες κλπ. Το ότι, για παράδειγμα, πολλαπλασίασε τους μετακλητούς με υψηλότερες αποδοχές και λιγότερες προϋποθέσεις, μετά από χρόνια προπαγάνδας ψεύδους ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δήθεν αύξησε τους μετακλητούς, είναι κάτι που η μιντιακή υπεροπλία με άνεση κρύβει κάτω από το χαλί.

Η πανδημία, λοιπόν, ήρθε ως μάνα εξ ουρανού για αυτή την κυβέρνηση. Όπως παρατηρούσε τότε ο θαυμαστής του Μητσοτάκη φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος, προηγούμενα θαυμαστής του Θεοδωράκη, «προς τα Χριστούγεννα τα πράγματα είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν όσον αφορά κάποιες οικονομικές αποφάσεις που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν, όμως μετά με τον Έβρο και στη συνέχεια με τον κορονοϊό -όπου εκεί έπαιξε, κατά τη γνώμη μου, προσωπικά ρόλο ο ίδιος ο Μητσοτάκης- η εικόνα άλλαξε… Με τη αντίδρασή του στην αμφίθυμη απόφαση της Ιεραρχίας, η συμπεριφορά του Μητσοτάκη ήταν καθαρά ηγετική».
Έτσι πέρασαν άλλοι έξι μήνες όπου η αδυναμία διαχείρισης της οικονομίας και πριν και μέσα στην πανδημία μπορούσε να αποδίδεται πλέον στην πανδημία, ενώ στήθηκε μια νέα υπερπαραγωγή (η πρώτη όπως είπαμε μετά τις εκλογές ήταν: «με κυβέρνηση Μητσοτάκη όλα πάνε θαυμάσια και βάσει σχεδίου») με τίτλο «πώς νικήσαμε τον κορονοϊό και γιατί μας θαυμάζει όλος ο πλανήτης», αν και απλώς είχαμε γλυτώσει από το πρώτο κύμα γιατί δεν είχαμε ακόμη μεγάλη διασπορά όταν πήραμε για πρώτη φορά μέτρα ακριβώς την εβδομάδα που πήραν μέτρα και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και χωρίς να κάνουμε τίποτε διαφορετικό.

Ένα χρόνο μετά έχει γίνει πια υποψία ή πεποίθηση σε πολλούς περισσότερους πολίτες ότι η κυβέρνηση αυτή που καμώνεται μέσω των μίντια ότι είναι πολύ μπροστά, οργανωμένη, νοιάζεται κλπ, είναι στην πραγματικότητα όχι μόνο ιδεοληπτική αλλά και εξαιρετικά ερασιτεχνική σχεδόν σε όλα τα πεδία, εκτός από εκείνα «ειδικού ενδιαφέροντος», αδιάφορη για τα δεινά της κοινωνίας εκτός αν αυτό αρχίζει και της κοστίζει επικοινωνιακά, με αντιλήψεις και συμπεριφορές Λουδοβίκου για τον εαυτό της και τη διαχείριση της εξουσίας.

Έχει επιδοθεί σε ένα όργιο αναθέσεων και βολέματος δικών της ανθρώπων όπως τα παλιά καλά χρόνια της μεταπολίτευσης και επιδεικνύει συνειδητά μια προκλητική αντιδημοκρατική συμπεριφορά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Εξοφλεί γραμμάτια και διαχειρίζεται την εξουσία ως λάφυρο.

Αυτή η κυβέρνηση λοιπόν δεν έχει γενική πολιτική, αλλά ειδικά ενδιαφέροντα, τα μόνα στα οποία έχει πολιτική και επιδίδεται με σχέδιο: τις κρυφές ατζέντες. Δηλαδή πολιτικές επιθετικές που δεν υπήρχαν στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Κορυφαία περίπτωση κρυφής ατζέντας οι ακραία συντηρητικές πολιτικές της Υπουργού Παιδείας Κεραμέως.

Δεν υστερεί ο μοναδικός στην Ευρώπη πτωχευτικός νόμος και γενικότερα η τραπεζική πολιτική που ενισχύει την παθογένεια του τραπεζικού συστήματος σε βάρος της οικονομίας και των μικρομεσαίων, δεν υστερεί η αντιπεριβαλλοντική της πολιτική που στο όνομα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής επιτίθεται σε οποιοδήποτε μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος δεν σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή. Δεν υστερεί η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης όλων των υποδομών, φιλοσοφία που έχει εγκαταλειφθεί πλέον ακόμη και στη νεοφιλελεύθερη Δύση, ούτε η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού που ετοιμάζουν – αν προλάβουν. Τίποτα από όλα αυτά δεν υπήρχε στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ!

Δίπλα σε αυτά, κρυφή ατζέντα ήταν και η μύχια ελπίδα Μητσοτάκη να τα «βρει» εύκολα με Ερντογάν, μια εξαιρετικά αφελής αντίληψη, στην οποία οφείλεται και η αρχικά παιδαριώδης στάση απέναντι στην Τουρκία («δεν είναι προτεραιότητα οι κυρώσεις», απουσία πάγιων θεμάτων σε συνάντηση με Τραμπ και αργότερα στον ΟΗΕ κλπ), που άνοιξαν την όρεξη της Άγκυρας, και δυστυχώς για τη χώρα υποδέχτηκαν τη χρονική στιγμή που η Τουρκία κλιμακώνει χωρίς προηγούμενο την επιθετική συμπεριφορά παραβιάσεων σε όλη τη γραμμή, Κύπρο, ανατολική Μεσόγειο, Αιγαίο και Θράκη.

Η μέχρι σήμερα διαχείριση μπορεί μόνο να γεννά εξαιρετική ανησυχία για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης πίσω από το φαινόμενο ερασιτεχνισμό, την υποχωρητικότητα και έλλειψη στρατηγικής.

Τι έχουμε λοιπόν;

Έχουμε μια χώρα που πέρασε μια βαθιά κρίση, εφάρμοσε υπό την πίεση των δανειστών μια πολιτική που βάθυνε αντί να διορθώσει την κρίση, μια χώρα που επανήλθε επί ΣΥΡΙΖΑ σε κάποια κανονικότητα εκτός μνημονίων, χωρίς όμως να έχουν προχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων αλλαγών που θα διόρθωναν τις παθογένειες που μας έριξαν στη βαθιά κρίση, και χωρίς να έχει πείσει ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι ικανός να κατακτήσει αυτές τις αλλαγές.

Πάνω σε αυτό το έδαφος και με τη στήριξη όλων σχεδόν των ισχυρών παραγόντων σε ΜΜΕ και οικονομία, η ΝΔ του Μητσοτάκη, με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, ξαναπήρε την κυβέρνηση σε μια Ελλάδα που με τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας ξαναπέφτει σε μια ύφεση και πιθανότατα κρίση χρέους, από την οποία η ΝΔ είναι όχι μόνο ανίκανη να μας βγάλει αλλά την αντιμετωπίζει ως ευκαιρία ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών τριτοκοσμικού τύπου. Το βέβαιο είναι ότι όπως και το 2015 και σε απόλυτη αντίθεση με τα γεμάτα ταμεία που παρέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα παραδώσει και πάλι καμένη γη και μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει. Και είναι για αυτό επικίνδυνη.

Το μπαλάκι μοιραία ξαναπηγαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Που πρέπει να πείσει για όσα δεν είχε προλάβει να πείσει την προηγούμενη τετραετία. Που πρέπει να έχει συνείδηση ποια ήταν τα λάθη του παρελθόντος αν δεν θέλει να τα επαναλάβει. Που πρέπει να αποκτήσει τους αναγκαίους δεσμούς με την κοινωνία, τη μόνη που μπορεί να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα ποιες πολιτικές μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει.

Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη μια επανάληψη του «πρώτη φορά Αριστερά» ή δεν το βλέπει έτσι. Έχει όμως ανάγκη από μια προοδευτική πολιτική που μπορεί να συσπειρώσει την κοινωνική πλειοψηφία, που θα δώσει ορμή σε κοινωνικές αλλαγές που υποσχεθήκαμε και το 2015 αλλά δεν προχώρησαν, που μπορεί να δίνει πραγματικές και όχι ιδεοληπτικές απαντήσεις σε προβλήματα και τελικά να δώσει προοπτική στη χώρα και στην κοινωνία.

Το ζήτημα της προοπτικής είναι ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα αν επιθυμούμε το μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και την επανένταξη της από καλύτερες θέσεις στις διεθνείς εξελίξεις. Αυτό δεν είναι, για παράδειγμα, ζήτημα απλώς κοινωνικού κράτους, το οποίο βέβαια βάλλεται σήμερα.

Από αυτή την άποψη ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεν έχει κανένα λόγο να αντιμετωπίσει την αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση ως αντιπαράθεση «δύο κόσμων». Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκπροσωπεί τα συμφέροντα μια μικρής μειοψηφίας, και αυτό το αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερος κόσμος, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία μπορεί να εκφράσει και να ενώσει μια μεγάλη πλειοψηφία, κοινωνική αλλά και πολιτική. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από αυτό.

(Ο Γιώργος Τσίπρας είναι βουλευτής Δυτικής Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία)
ieidiseis.gr