O Γιώργος Τσίπρας, είναι διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ.
Ακόμη και μια δύναμη κατοχής πρέπει να προστατέψει τις στρατιωτικές της δυνάμεις και βέβαια τους πολίτες της από την αντίσταση των κατεχόμενων.
Αυτό εν μέρει προβλέπεται και από το Διεθνές Δίκαιο αλλά υπό όρους, που θα δούμε πιο κάτω.
Μόνο που ακόμη και αν συντρέχουν αυτοί οι όροι δεν πρόκειται για το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ για το δικαίωμα αυτοάμυνας σε ένοπλη επίθεση από άλλη οντότητα (κρατική ή μη), αλλά απορρέει ακριβώς από το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής, τα δικαιώματα έναντι των υποχρεώσεων μιας κατοχικής δύναμης, και εφόσον η Διεθνής Κοινότητα έχει αποδεχτεί ρητά ή υπόρρητα την προσωρινή κατοχή.
Το ίδιο το Ισραήλ έχει αποφύγει, όχι τυχαία, να επικαλεστεί ρητά το άρθρο 51 μετά την επίθεση της Χαμάς. Το κάνουν για λογαριασμό του άλλες δυτικές χώρες.
Πολιτικές σκοπιμότητες
Επικαλούνται ειδικότερα την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Σ.Α.) που αναφερόταν στο άρθρο 51. Ωστόσο, από κάθε νομική πλευρά η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους δεν έχει καμιά σχέση με την επίθεση της Χαμάς που πραγματοποιήθηκε από μαχητές ή τρομοκράτες του κατεχόμενου πληθυσμού, σε συνθήκες κατοχής και από την κατεχόμενη περιοχή, υπό την κατοχή του Ισραήλ. Η σύγχυση αυτή, με προφανή πολιτική σκοπιμότητα, ανάμεσα σε δυο απολύτως διαφορετικά πεδία του Διεθνούς Δικαίου, έχει επεκταθεί σε όλο τον δυτικό κόσμο.
Ακόμη και σε μια τυπική ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε δύο κράτη δεν υπάρχει καμιά περίπτωση που το Διεθνές Δίκαιο αποδέχεται ταυτόχρονα ως νόμιμη τη χρήση βίας και από τα δύο μέρη. «Δεν μπορεί να υπάρξει αυτοάμυνα απέναντι σε αυτοάμυνα» αποφάνθηκε το Αμερικανικό Στρατοδικείο το 1949 σε μια από τις δίκες των Ναζί στη Νυρεμβέργη.
Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης
Με αυτό το νομικό δεδομένο και επειδή ταυτόχρονα ισχύει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που αναγνωρίζει ο ΟΗΕ (και όλοι αναγνωρίζουν στην περίπτωση των Παλαιστινίων) και το δικαίωμα αντίστασης που απορρέει από αυτό, ακόμη και της ένοπλης αντίστασης αν είναι αναγκαία, το τι είναι νόμιμο και τι όχι από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου σε συνθήκες κατοχής είναι μια περίπλοκη και αντιφατική περίπτωση.
Αυτή την περίπλοκη περίπτωση αντιμετωπίζει το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής, όπως εκφράζεται στις Συνθήκες της Χάγης και της Γενεύης, απαλλαγμένο από το «Δίκαιο» της αποικιοκρατίας.
Σε αντίθεση με τον πόλεμο του 1956, όταν οι ΗΠΑ πρωτοστατούσαν για άμεση απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα, όπως και έγινε, στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 η πρόταση των Σοβιετικών να χαρακτηριστεί το Ισραήλ επιτιθέμενο απορρίφθηκε.
Με την απόφαση 242 του Σ.Α. το Ισραήλ καλούνταν μεν και πάλι ρητά να αποσυρθεί από τα εδάφη που μόλις είχε καταλάβει (Γάζα, Δυτική Όχθη, Γκολάν, Σινά) χωρίς αναφορά σε άμεση απόσυρση, παραπέμποντας έμμεσα σε μια συνολική ειρηνική διευθέτηση που μεταξύ άλλων θα λάμβανε υπόψη της το δικαίωμα των εμπλεκόμενων κρατών (και του Ισραήλ) «να ζουν με ειρήνη εντός ασφαλών και αναγνωρισμένων συνόρων, ελεύθερα από απειλές ή πράξεις βίας».
Επικαλούμενο ζητήματα ασφάλειας και την απουσία συνολικής διευθέτησης, το Ισραήλ αρνείται επί 56 χρόνια να αποσυρθεί ολοκληρωτικά και οριστικά από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη (και το Γκολάν) και να τερματίσει το καθεστώς κατοχής, παραβιάζοντας την απόφαση 242 του Σ.Α. για απόσυρση.
Το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής
Το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής αποσκοπεί σε δύο κυρίως πράγματα. Από τη μια πλευρά, σε συνδυασμό με το γενικότερο Ανθρωπιστικό Δίκαιο και το Δίκαιο του Πολέμου, προστατεύει τους κατοίκους της κατεχόμενης περιοχής. Αυτή είναι και η κύρια πλευρά. Από την άλλη πλευρά, επιτρέπει στην κατοχική δύναμη να παραμείνει ως τέτοια μετά την πολεμική σύγκρουση που κατέληξε στην κατοχή, αλλά υπό τον όρο και επιβάλλοντας στην κατοχική δύναμη την υποχρέωση να διαπραγματευτεί με καλή πίστη για την ειρηνική διευθέτηση.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη πλευρά, η κατοχή στην Παλαιστίνη, όπως είπαμε, έχει εξελιχθεί στην πλέον μακροχρόνια κατοχή από τότε που διαμορφώθηκε το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής.
Το Ισραήλ παραβιάζει τον πιο βασικό όρο που παρέχει τα όποια δικαιώματα μιας κατοχικής δύναμης, που είναι η υποχρέωση για διαπραγμάτευση με καλή πίστη για την ειρηνική διευθέτηση και τερματισμό της κατοχής. Παραβίαση που αποκτά νέα διάσταση μετά την απόφαση 1397 του Σ.Α. το 2002 που καλεί για πρώτη φορά στη λύση των δύο κρατών, Ισραήλ και Παλαιστίνης. Πολύ περισσότερο απαγορεύεται η προσάρτηση κατεχομένων που δρομολογείται με τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη.
Ας έρθουμε τώρα στην προστασία του υπό κατοχή πληθυσμού. Η κατοχική δύναμη δεν έχει απλώς την υποχρέωση να προστατεύει τη ζωή, την αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα του πληθυσμού (το Ανθρωπιστικό Δίκαιο δεν παύει ούτε σε περίοδο εχθροπραξιών) και να διασφαλίζει την ικανοποίηση βασικών αναγκών στην κατεχόμενη περιοχή, αλλά να φροντίζει και να παίρνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μην πέσει η οικονομική ζωή της κατεχόμενης περιοχής σε παρακμή εξαιτίας της κατοχής.
Ο αποκλεισμός της Γάζας, η καταπίεση και οι δυσκολίες που επιβάλλονται στη ζωή των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, η συνεχής επέκταση των εποικισμών αλλά και η ιδιοποίηση περιουσιών, οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ έκρινε το 2004 ότι ακόμη και σε περίοδο εχθροπραξιών η κατοχική δύναμη πρέπει να απέχει από ενέργειες που βλάπτουν αθώους αμάχους και οφείλει να εξασφαλίζει την παροχή τροφής, ιδιαίτερα νερού, και φαρμάκων στον πληθυσμό καθώς και τη λειτουργία υγειονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 της Συνθήκης της Γενεύης.
Οι εποικισμοί
Το Διεθνές Δίκαιο απαγορεύει αυστηρά τους εποικισμούς σε κατεχόμενες περιοχές ώστε να εμποδίσει την προσάρτηση, απαγορεύει αυστηρά τη μεταφορά πληθυσμών παρά μόνο για λόγους αδήριτης στρατιωτικής αναγκαιότητας, και πάλι αυτή η μεταφορά πρέπει να είναι προσωρινή, απαγορεύει την κατάσχεση ή καταστροφή των περιουσιών παρά μόνο αν είναι απολύτως αναγκαίο για πολεμικές επιχειρήσεις και όχι ως αντίποινα, και βέβαια απαγορεύει αυστηρά τη συλλογική τιμωρία αμάχων με οποιονδήποτε τρόπο. Απαγορεύει όχι μόνο την από αμέλεια αφαίρεση της ζωής αμάχων, αλλά ακόμη και την από αμέλεια καταστροφή υποδομών και οικονομικών μέσων όταν δεν είναι απολύτως αναγκαίο από στρατιωτική άποψη.
Σε περίοδο εχθροπραξιών ισχύει ό,τι και στο Δίκαιο του Πολέμου και στο Ανθρωπιστικό Δίκαιο σχετικά με τον σαφή διαχωρισμό μαχητών και αμάχων.
Ας δούμε ένα επίκαιρο παράδειγμα. Εκτός της στοχοποίησης αμάχων, βαρύτατο έγκλημα της επίθεσης της Χαμάς, έγκλημα πολέμου, είναι και οι ανθρώπινες ασπίδες που το Ισραήλ κατηγορεί τη Χαμάς ότι χρησιμοποιεί με στρατιωτικές δραστηριότητες σε νοσοκομεία, πολυκατοικίες κ.λπ.
Αυτό ωστόσο επ’ ουδενί δεν νομιμοποιεί τον αδιάκριτο βομβαρδισμό τέτοιων εγκαταστάσεων. Αν, για παράδειγμα, ο ρωσικός στρατός στην Ουκρανία αντί για ευθείες βολές στις ουκρανικές μονάδες που χρησιμοποιούν αντίστοιχα κτίρια (όπως ισχυρίζεται η Μόσχα) ανατίναζε κάθε φορά όλο το κτίριο, θα κατηγορούνταν από τη Διεθνή Κοινότητα – και σωστά – για ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου. Κάτι που προφανώς ισχύει και για τους Ισραηλινούς που χρησιμοποιούν τη δεύτερη μέθοδο σε μαζική κλίμακα.
Ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ έκρινε το 2002 με βάση τις Συνθήκες της Γενεύης ότι οι άμαχοι που άθελά τους μετατρέπονται σε ανθρώπινες ασπίδες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άμαχοι, με ό,τι σημαίνει αυτό. Γενικότερα, ο ενεργών επίθεση ή αντεπίθεση υποχρεώνεται από το Διεθνές Δίκαιο να χρησιμοποιεί μέσα που όχι απλώς αποφεύγουν, αλλά ελαχιστοποιούν τις απώλειες ανάμεσα σε αμάχους. Στη Γάζα σήμερα συμβαίνει το αντίθετο.
Για προφανείς λόγους, παρότι το Ισραήλ τυπικά αποδέχεται το Διεθνές Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής, αρνείται ότι αυτό ισχύει στην περίπτωση της κατεχόμενης Παλαιστίνης επικαλούμενο technicalities, σε αντίθεση τόσο με τον ΟΗΕ όσο και με το σύνολο σχεδόν της διεθνούς νομικής κοινότητας.
Ακόμη και μετά τις συμφωνίες του Όσλο και τη στρατιωτική αποχώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας, η τελευταία παραμένει κατεχόμενη, το Ισραήλ διατηρεί το «δικαίωμα» να εισβάλει όποτε το κρίνει στα κατεχόμενα, διατηρεί σε αποκλεισμό τη Λωρίδα της Γάζας κ.λπ. Αντιμετωπίζει την τελευταία ως «εχθρική οντότητα», ενώ την ίδια στιγμή ασκεί εκτεταμένη μερική κατοχική κυριαρχία. Ως αποτέλεσμα το Ισραήλ έχει την απαίτηση να επιβάλλει στη Λωρίδα της Γάζας τόσο τα δεινά εναντίον ενός εχθρικού κράτους που θα βρισκόταν σε σκληρό πόλεμο με το Ισραήλ και ταυτόχρονα τα δεινά μιας κατεχόμενης περιοχής, κάτι που για το Διεθνές Δίκαιο είναι μια απολύτως ανύπαρκτη κατάσταση.
Συμπερασματικά
Παρότι ακόμη και μια δύναμη κατοχής δεν μπορεί παρά να προστατέψει τον εαυτό της όταν δέχεται επίθεση, το δικαίωμα αυτοάμυνας που προβλέπεται για τη δύναμη κατοχής από το Διεθνές Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής είναι στην καλύτερη περίπτωση για το Ισραήλ συζητήσιμο, όχι μόνο γιατί διαιωνίζει παράνομα την κατοχή της Παλαιστίνης για πάνω από μισό αιώνα, αλλά κυρίως γιατί παραβιάζει συστηματικά και σε μεγάλο εύρος τους περιορισμούς και υποχρεώσεις που βαρύνουν μια δύναμη κατοχής απέναντι στον κατεχόμενο πληθυσμό και περιοχές.
Είναι συζητήσιμα δηλαδή τα δικαιώματα του Ισραήλ ως κατοχικής δύναμης που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο όταν το ίδιο παραβιάζει συστηματικά τις προϋποθέσεις αυτών των δικαιωμάτων, δηλαδή τις υποχρεώσεις του ως κατοχικής δύναμης που επιβάλλονται από το ίδιο Διεθνές Δίκαιο.
Αν δεχτούμε ότι παρ’ όλα αυτά διατηρεί το δικαίωμα αυτοάμυνας με βάση το Δίκαιο της Εμπόλεμης Κατοχής, αυτό, πρώτον, δεν έχει καμιά σχέση με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και, δεύτερον, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη συλλογική τιμωρία του πληθυσμού στη Λωρίδα της Γάζας και τις αδιάκριτες επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές, πολύ περισσότερο που είναι κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές.
Τέλος, βασική έννοια του Διεθνούς Δικαίου όταν γίνεται λόγος για αυτοάμυνα, είτε πρόκειται για δύναμη κατοχής είτε σύμφωνα με το άρθρο 51 μετά από επίθεση κρατικής ή μη οντότητας από το εξωτερικό, είναι η Αναλογικότητα.
Η Αναλογικότητα χαρακτηρίζεται από νομικούς του Διεθνούς Δικαίου και ως «ουσία της αυτοάμυνας». Δικαίωμα στην αυτοάμυνα δεν σημαίνει δικαίωμα ολοκληρωτικής καταστροφής του αντιπάλου απλώς επειδή αυτός παράνομα επιτέθηκε.
Σε περίπτωση για παράδειγμα απρόκλητης κατάρριψης ενός πολεμικού αεροσκάφους καμιά πτυχή του Διεθνούς Δικαίου δεν δικαιολογεί μια ολοκληρωτική στρατιωτική επίθεση σε απάντηση, ακόμη και αν ρητά αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτοάμυνας ή αντιποίνων. Ακόμη περισσότερο, το βαρύ έγκλημα της Χαμάς ενάντια σε Ισραηλινούς αμάχους επ’ ουδενί δεν δικαιολογεί πολλαπλάσια βαρύτερα εγκλήματα πολέμου ενάντια στους αμάχους της Γάζας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, και πρώτα απ’ όλα λόγω της εσκεμμένης σύγχυσης ανάμεσα στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ με το δικαίωμα αυτοάμυνας μιας κατοχικής δύναμης, η εμφατική επίκληση ενός «θολού» δικαιώματος αυτοάμυνας του Ισραήλ με στόχο να δικαιολογηθεί οποιαδήποτε απάντηση επιλέγει το Ισραήλ στην επίθεση που δέχτηκε, πέραν κάθε λογικής αναλογικότητας και Ανθρωπιστικού Δικαίου, στερείται νομικής βάσης στο Διεθνές Δίκαιο
topontiki.gr