ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΠΡΑΣ

Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών, η κοινωνική έκρηξη μετά τα Τέμπη και άλλα γεγονότα στο παρελθόν επιβεβαιώνουν την ευθραυστότητα μιας κυριαρχίας που έχει πήλινα πόδια.

Το αν η προοδευτική αντιπολίτευση θα ξαναγίνει αυτό το «κάπου να στραφούν» εξαρτάται τόσο από τον «πόλεμο θέσεων», ιδιαίτερα την ανάκτηση υπεροχής, όσο και από τον «πόλεμο ελιγμών» που σημαίνει επιθετική ανάδειξη ζητημάτων, παρέμβαση στα πράγματα, ώστε να κερδίζει η κοινωνία που αντιδρά και να χάνουν όσοι τη ρημάζουν. Σημαίνει να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η φωνή όσων δυσανασχετούν και όσων κινητοποιούνται.
Τηρουμένων των αναλογιών, η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας το 2015 ήταν αποτέλεσμα ενός «πολέμου ελιγμών» από τον Αλέξη Τσίπρα που καβάλησε επιδέξια ένα ορμητικό κοινωνικό κύμα. Η διαβόητη δήλωση Βορίδη το 2018 ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία» αφορούσε και πάλι το κράτος και την οχύρωσή του από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο,τι περνούσε από το χέρι της κυβέρνησης σε επίπεδο κράτους, θεσμικά, εξωθεσμικά και σε βάρος της δημοκρατίας, έγινε. Υποκλοπές, διαπλεκόμενη μιντιακή υπεροπλία, Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές, εκλογή ΠτΔ από την κυβέρνηση, αυτοχρηματοδότηση ενός κομματικού κράτους με δημόσιο χρήμα, όργιο πελατειακών σχέσεων κ.λπ. Ωστόσο, η μεγάλη επιτυχία Μητσοτάκη ήταν τα κέρδη στην ηγεμονία της κοινωνίας των πολιτών ή, αλλιώς, στο πεδίο ενός «πολέμου θέσεων». Η έκταση της επιρροής από την Ακροδεξιά μέχρι το Κέντρο, η διείσδυση στον χώρο των μικρομεσαίων και της νεολαίας, ακόμη και κατώτερων λαϊκών στρωμάτων που παραδοσιακά ψήφιζαν προοδευτικά κόμματα, αποτυπώνουν την κατάκτηση νέων θέσεων.

Λοιπόν; Τι πρέπει να κάνει τώρα o ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.; Πόλεμο ελιγμών ή πόλεμο θέσεων;

Κάθε κίνηση της αντιπολίτευσης να διεξαγάγει «πόλεμο ελιγμών» δέχεται ολομέτωπη επίθεση από το μιντιακό σύστημα και τους εκφραστές της «σοβαρότητας» και «υπευθυνότητας». Οχι τυχαία, το ΚΚΕ, για παράδειγμα, που αρκείται στις «θέσεις» δέχεται συχνά τα «εύσημα συνέπειας» από στελέχη της Ν.Δ. και των ΜΜΕ «παρά τη γνωστή μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει από τις θέσεις του ΚΚΕ» κ.λπ. Αλλά και στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης δεν έλειψαν, ιδιαίτερα τα προηγούμενα χρόνια, οι φωνές που θεωρούν κάθε «πόλεμο ελιγμών» λαϊκισμό. Προκρίνουν τις «θέσεις».

Βέβαια, αν πάρουμε για παράδειγμα την ανατροπή του 2015, οι μεν θέσεις (σκίσιμο μνημονίων, πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) δεν ευοδώθηκαν ποτέ, χωρίς δε τον «πόλεμο ελιγμών» που βασίστηκε σε αυτές, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δεν θα είχε γίνει ποτέ πραγματικότητα. Συνεπώς, τα πράγματα είναι πιο δυναμικά και σύνθετα.
Η μόνη πραγματική απειλή για τον αντίπαλο, όπως και αν τον ορίσει κανείς (καθεστώς Μητσοτάκη, διαπλοκή, νεοφιλελευθερισμό κ.λπ.), και προϋπόθεση της πολιτικής ως αλλαγής συσχετισμών, είναι ο αποτελεσματικός πόλεμος ελιγμών που μετατρέπει τις θέσεις σε όπλο μάχης. Και καμιά «επικοινωνία», όσο αναγκαία κι αν είναι, δεν έχει τύχη χωρίς την πολιτική με αυτή την έννοια.

Από δω δεν προκύπτει κάποια υποτίμηση της προτεραιότητας των «θέσεων». Κάθε άλλο. Χρειάζονται όμως στοιχειώδεις επισημάνσεις.

Πρώτον, θέσεις δεν είναι μόνο το πρόγραμμα, θέσεις είναι και οι θέσεις μέσα στην κοινωνία, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στη νεολαία, στη διανόηση κ.λπ.
Δεύτερον, πριν φτάσουμε στη χιλιοταλαιπωρημένη έννοια της «ηγεμονίας», προϋποτίθεται η υπεροχή των απόψεων και της προοπτικής. Που σημαίνει να νικάς τον αντίπαλο σε επίπεδο αντιπαράθεσης για το τι γίνεται, τι χρειάζεται να γίνει και τι κάνεις εσύ για αυτό. Οχι στον καθρέφτη αλλά στην κοινωνία, στο τηλεοπτικό πάνελ, στη Βουλή. Μέχρι σήμερα, δεν υφίσταται καν υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., πολύ πριν φτάσουμε στην ηγεμονία. Ηγεμονία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ούτε το 2015 που κέρδιζε τις εκλογές, όπως είχαν κατακτήσει το ΠΑΣΟΚ «και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» πριν από το 1981.
Τρίτον, οι θέσεις που κατέχει η κυβέρνηση δεν είναι το πρόγραμμά της που δήθεν έπεισε, ένα συνονθύλευμα ψεύτικων υποσχέσεων, εικονικής πραγματικότητας και κρυφής ατζέντας. Είναι η πανελλαδική ωφελιμιστική κομματική δικτύωση, οι θεσμικές θέσεις όπου κυριαρχεί συντριπτικά η αλληλοστήριξη με επιχειρηματικά και εξωχώρια συμφέροντα, οι πελατειακές σχέσεις και η επικοινωνιακή κυριαρχία πάνω σε ένα επιφανειακό υπόστρωμα ιδεολογημάτων που επικρατούν, κυριαρχία που είναι στην πραγματικότητα τόσο εύθραυστη όσο επιφανειακό είναι και το υπόστρωμα. Η ματαίωση προσδοκιών από τη σκληρή πραγματικότητα μεταστρέφει το πιο ρευστό τμήμα της κοινωνίας πιο εύκολα από ό,τι φαίνεται, αρκεί να υπάρχει κάπου να στραφούν. Και αν αυτό το κάπου είναι η Ακροδεξιά θα στραφεί στην Ακροδεξιά.

Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών, η κοινωνική έκρηξη μετά τα Τέμπη και άλλα γεγονότα στο παρελθόν επιβεβαιώνουν την ευθραυστότητα μιας κυριαρχίας που έχει πήλινα πόδια. Το αν η προοδευτική αντιπολίτευση θα ξαναγίνει αυτό το «κάπου να στραφούν» εξαρτάται τόσο από τον «πόλεμο θέσεων», ιδιαίτερα την ανάκτηση υπεροχής, όσο και από τον «πόλεμο ελιγμών» που σημαίνει επιθετική ανάδειξη ζητημάτων, παρέμβαση στα πράγματα, ώστε να κερδίζει η κοινωνία που αντιδρά και να χάνουν όσοι τη ρημάζουν. Σημαίνει να ξαναγίνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η φωνή όσων δυσανασχετούν και όσων κινητοποιούνται. Το «εμείς οι κομμουνιστές λέμε ότι…» που χαρακτηρίζει το ΚΚΕ από την περίοδο Παπαρήγα δεν συγκινεί και δεν συνιστά εργαλείο αλλαγής συσχετισμών. Το ίδιο ισχύει και για την υπόλοιπη προοδευτική αντιπολίτευση.

Θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να πράξει τα στοιχειώδη;
Περισσότερα στο efsyn.gr